Ο Όσιος Πατήρ ημών Λουκάς με την κατά Θεόν βιοτή του, τις πράξεις και τα θαύματά του αποτελεί πρότυπο και κανόνα ζωής για κάθε ευσεβή χριστιανό. Είναι καλό λοιπόν, αγαπητοί μου, για όλους μας να μάθουμε για αυτόν ποια είναι η καταγωγή του, ποια η ζωή του και ποια τα χαρίσματα που αξιώθηκε να λάβει από το Άγιο Πνεύμα. Διότι αυτό θα γίνει όχι μόνο για ευχαρίστηση, αλλά και για μεγάλο ψυχικό κέρδος και πνευματική μας ωφέλεια.

Οι πρόγονοι του Οσίου Λουκά, ο παππούς και η γιαγιά από τον πατέρα του, είχαν γεννηθεί στο όμορφο νησί της Αίγινας, την οποία όμως, όπως και άλλοι πολλοί κάτοικοι του νησιού, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών των Σαρακηνών, γύρω στα έτη 865/870. Έτσι, από την Αίγινα κατέφυγαν στην επαρχία του Χρύσου (ή Χρίσου, δηλ. της αρχαίας Κρίσσας) της Φωκίδας και εγκαταστάθηκαν αρχικά στο παράλιο όρος του Ιωάννου ή του Ιωαννίτζη επιλεγόμενο.

Αλλά, επειδή και εκεί δεν βρήκαν ασφάλεια, αφού τις παραθαλάσσιες εκείνες περιοχές λυμαίνονταν και λεηλατούσαν οι Σαρακηνοί πειρατές με τις συχνές επιδρομές τους, αναγκάστηκαν πάλι οι πρόγονοι του Οσίου Λουκά να εγκαταλείψουν και το όρος Ιωαννίτζη. Στη συνέχεια μετακινήθηκαν και κατέφυγαν σ΄ ένα ευάερο και γαλήνιο λιμάνι, κοντά στη σημερινή Ιτέα, που ονομαζόταν Βαθύς. Εκεί γέννησαν τον πατέρα του Οσίου, τον οποίο ονόμασαν Στέφανο.

Και πάλι όμως οι προπάτορες του Οσίου, σαν κάποιο θεϊκό νεύμα να τους καλούσε, μετοίκησαν από τον τόπο αυτό και διάλεξαν ως τόπο διαμονής τους τελικά το Καστόριον της Φωκίδας, το νεώτερο Καστρί, κοντά στους αρχαίους Δελφούς. Εκεί ο γιος τους Στέφανος, όταν ενηλικιώθηκε, νυμφεύτηκε την Ευφροσύνη, μητέρα του Οσίου, που ήταν και αυτή από το ίδιο νησί, την Αίγινα και από επιφανή οικογένεια.

Ο Στέφανος και η Ευφροσύνη, με την ευλογία του Θεού, απέκτησαν από το γάμο τους αυτό επτά παιδιά: τον Θεόδωρο πρώτο, την Μαρία δεύτερη, τον Λουκά τρίτο, την Καλή τέταρτη, που ενδύθηκε και αυτή το αγγελικό σχήμα, τον Επιφάνιο πέμπτο, που και αυτός ως μοναχός αφιερώθηκε στον Θεό, και δύο άλλα ακόμη παιδιά που πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο Καστόριον λοιπόν της Φωκίδας γεννήθηκε στα τέλη του 896 ή στις αρχές του 897 ο Όσιος Πατέρας μας Λουκάς.

Ο Λουκάς, από την παιδική ηλικία, έδειχνε την τάση και τη θεϊκή κλίση και κλήση του προς το θρησκευτικό και μοναχικό βίο. Διακρινόταν για την απέραντη αγάπη του προς τους φτωχούς και για την παροιμιώδη φιλανθρωπία του, που έφθανε μέχρι του σημείου να μοιράζει τα ρούχα του σε κάθε ενδεή και αναγκεμένο που συναντούσε στο δρόμο του και να επιστρέφει στο σπίτι του σχεδόν γυμνός χωρίς να υπολογίζει για τίποτε τις επιπλήξεις και παρατηρήσεις των γονέων του.

Με κάθε τρόπο εξεδήλωνε την αφοσίωση και την αγάπη του προς τον Θεό. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας το αφιέρωνε στην προσευχή, και πολύ λίγο στον ύπνο. Δεν παρέλειπε όμως καθόλου και τα καθήκοντά του προς τους φυσικούς του γονείς, τους οποίους σεβόταν, αγαπούσε, τιμούσε και εξυπηρετούσε με κάθε προθυμία, βοηθώντας τους στις ποιμενικές και γεωργικές τους εργασίες. Μόλις στην τρυφερή ηλικία των 12-13 ετών, κατά το έτος 908/909, έχασε τον πατέρα του και έμεινε ορφανός.

Όταν φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του από τη μητέρα του δύο μοναχοί, που κατευθύνονταν από τη Ρώμη προς τα Ιεροσόλυμα, ο Λουκάς θεώρησε το γεγονός αυτό ευκαιρία να εκπληρώσει τον ζωηρό και ενδόμυχο πόθο του να ασπασθεί κι αυτός το μοναχικό βίο. Έτσι, κρυφά από τη μητέρα του, ακολούθησε τους δύο μοναχούς οι οποίοι, όταν έφθασαν στην Αθήνα, τον άφησαν εκεί, στο μοναστήρι όπου κατέλυσαν πιθανότατα, στη Μονή της Παντάνασσας στο Μοναστηράκι, ενώ οι ίδιοι συνέχισαν την πορεία τους. Εκεί ο Όσιος Πατέρας μας, σε ηλικία 14 ετών, στα τέλη του 910 ή στις αρχές του 911, κείρεται μοναχός και περιβάλλεται με το μικρό σχήμα των μοναχών.

Ο ηγούμενος όμως της μονής αναγκάζεται και τον στέλνει πίσω στη μητέρα του, την οποία, κατά θαυματουργικό τρόπο, βλέπει στο όνειρό του να θρηνεί απελπισμένη και να του καταλογίζει βαρύτατες ευθύνες γιατί της στέρησε και κατακρατεί το μονάκριβο παιδί της, τη μόνη παρηγοριά της χηρείας και της δυστυχίας της. Έτσι ο Όσιος επιστρέφει στη μητέρα του, στο πλευρό της οποίας συμπαραστέκεται με μεγάλη προθυμία και στοργή, βοηθώντας και εξυπηρετώντας την σε κάθε της ανάγκη.

Μετά από τέσσερις μήνες, με τη συγκατάθεση πια και την ευχή τα μητέρας του, εγκαταλείπει οριστικά τα εγκόσμια, ακολουθεί το θείο νεύμα και αποσύρεται ως μοναχός στο όρος του Ιωαννίτζη, στα νότια της Δεσφίνας της Φωκίδας, στον Κορινθιακό Κόλπο. Εκεί κοντά στη θάλασσα, έστησε το αναχωρητήριό του και παρέμεινε για μία επταετία (911-918).

Στην ερημική τοποθεσία του Ιωαννίτζη, εκτός από την προσήλωσή του στο Θεό με τις ατελείωτες προσευχές, νηστείες και αγρυπνίες και τη σθεναρή και σταθερή αντίστασή του στους παντοδαπούς πειρασμούς, ανέπτυξε και σπουδαία κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Πολλοί είναι εκείνοι που απήλαυσαν τη ζεστασιά της φιλοξενίας του, τη θέρμη των παραμυθητικών του λόγων. Πολλοί ευεργετήθηκαν από τις θαυματουργικές του ενέργειες και την προορατική του δύναμη, ενδυναμώθηκαν και στερεώθηκαν στη χριστιανική τους πίστη με το θαυμαστό και πειστικό παραινετικό του λόγο, καθοδηγήθηκαν και ακολούθησαν το σωστό δρόμο της ζωής.

Ενώ βρισκόταν εκεί, προείπε και την επιδρομή των Βουλγάρων του Συμεών στην κυρίως Ελλάδα, που έγινε στις αρχές ή στα μέσα του 918, και τον εξανάγκασε, καθώς και τους συμμμοναστές και τους άλλους γνωστούς του, να εγκαταλείψει το ερημητήριό του στου Ιωαννίτζη το όρος και να διαπεραιωθεί στην απέναντι πελοποννησιακή ακτή, κοντά στην Κόρινθο, για λόγους ασφάλειας. Ο νεαρός τότε Λουκάς ήταν 21 περίπου χρόνων.

Στην Πελοπόννησο παρέμεινε μια ολόκληρη δεκαετία (918-928), στο στυλίτη της Ζημενάς (του χωριού Ζεμενό της Κορινθίας, κοντά στο Ξυλόκαστρο) και στο ευκτήριο του μάρτυρα Προκοπίου. Κατά την εκεί παραμονή του πρόσφερε κάθε είδους υπηρεσία και εξυπηρέτηση στο γέροντα ερημίτη, η αυστηρή και ασκητική ζωή του οποίου τον παραδειγμάτισε στην κατά Θεόν ζωή και τον δίδαξε πολλά.

Μετά το θάνατο του Τσάρου των Βουλγάρων Συμεών (27 Μαΐου 927) και τη σύναψη συνθήκης ειρήνης (Οκτ. 927) του γιου και διαδόχου του Πέτρου με τους Βυζαντινούς, ο Όσιος επέστρεψε πάλι στις απέναντι ακτές της Φωκίδας, στο γνώριμο σ’ αυτόν όρος του Ιωαννίτζη. Εκεί έμεινε μία δωδεκαετία (928-939/940), οργάνωσε δραστήρια μοναστική κοινότητα και επιδόθηκε σε νέους άθλους και άλλα ασκητικά σκάμματα και παλαίσματα. Κατά το διάστημα της δεύτερης, μακρόχρονης, παραμονής του η γύρω περιοχή γνώρισε ξανά την ευεργετική δράση της άκρας φιλανθρωπίας του, των παραινέσεων και των θαυμάτων του.

Επειδή όμως το πλήθος των καθημερινών επισκεπτών και περαστικών είχε αρκετά κουράσει τον μεγάλο αναχωρητή, γιατί του κατέστρεφε την ησυχία και γαλήνη της ασκητικής του ζωής, ο Όσιος απεφάσισε να εγκαταλείψει, οριστικά αυτή τη φορά, το όρος του Ιωαννίτζη και να αναζητήσει καταφύγιο σε ερημικότερους και ησυχότερους τόπους. Έτσι διάλεξε το λιμάνι Καλάμιον, ανατολικά της Αντικύρας της Φωκίδας όπου έμεινε τρία χρόνια (939/940-943). Εκεί, γύρω στο 941, προείπε την κατάλυση της Αραβοκρατίας και την επανάκτηση της Κρήτης από τους Βυζαντινούς, πράγμα που έγινε είκοσι χρόνια αργότερα, στις 7 Μαρτίου του 961, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ρωμανού του Β’.

Περί το έτος 943, εξαιτίας νέων επιδρομών, Ούγγρων στην προκειμένη περίπτωση, ο Λουκάς εγκατέλειψε το Καλάμιον και μετεγκαταστάθηκε στο γειτονικό ξερό και άνυδρο νησάκι, Αμπελών, όπου παρέμεινε άλλα τρία χρόνια (943-946). Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά και η αδελφή του μοναχή Καλή.

Οι φίλοι και γνωστοί του, που είχαν με ποικίλους τρόπους ευεργετηθεί απ’ αυτόν και δεν ήθελαν να τον βλέπουν να υποφέρει στο ξερονήσι Αμπελών και να ενοχλείται επί πλέον και από το πλήθος των περαστικών, ναυτικών κυρίως, τον έπεισαν να αφήσει το νησί και να εγκατασταθεί, οριστικά πια, στο Στείρι της Φωκίδας, Βοιωτίας σήμερα, σε τόπο ησυχότερο, μακριά από τη βοή και την τύρβη του κόσμου, αλλά και προικισμένο με φυσικές καλλονές και αρετές, κατάλληλο για πνευματική άσκηση και προσευχή. Εκεί ο Λουκάς έζησε τα τελευταία επτά χρόνια της επίγειας ζωής του (946-7 Φεβρ. 953).

Στην αρχή διάλεξε ένα απόμερο και ερημικό χώρο, ανάμεσα σε θάμνους, και έκτισε εκεί το ταπεινό κελλί του, για να μην τον βρίσκουν εύκολα οι περαστικοί. Έπειτα καθάρισε από τους θάμνους και τα χορτάρια την κοντινή πηγή και καλλιέργησε, όπως το συνήθιζε παντού όπου πήγαινε, ωραιότατο κήπο με κάθε λογής φυτά και λαχανικά, ευλογία Θεού και χάρμα οφθαλμών.

Αυτό λοιπόν τον ήσυχο και γαλήνιο τόπο, με την παρθένα άγρια ομορφιά του και την ακράτατη αλλά κατανυκτική και βαθύτατα στοχαστική σιωπή του, πέρα από τον τάραχο των εγκοσμίων, διάλεξε ο ερημοπολίτης Όσιος Πατέρας μας, για να στήσει την ασκητική του καλύβη και με τους πνευματικούς του αγώνες και μόχθους, τις αδιάλειπτες προσευχές και ανυσταδώματα και την ένωσή του με το θείο: «Τοις ερημικοίς άπαυστος ο θείος πόθος εγγίνεται, κόσμου ούσι του ματαίου τούτου εκτός».

Σύντομα όμως και εδώ, στον τόπο της τελικής εγκαταβιώσεώς του οργάνωσε νέο μοναστικό κοινόβιο, με πλήθος μαθητών και συμμοναστών του. Ανάμεσα σ’ αυτούς ονομαστοί υπήρξαν για την οσιακή τους βιοτή και την αφοσίωση στον γέροντά τους ο πρεσβύτερος Γρηγόριος, ο Παγκράτιος και ο Θεώδορος.

Παρόλο που ο Όσιος ήταν εραστής του ησύχιου και γαλήνιου βίου, μακριά από την κοσμική τύρβη, όμως καθόλου δεν απέφευγε τους ανθρώπους. Η φήμη των αγαθοεργιών του, της θερμής φιλοξενίας, της φιλανθρωπίας και κυρίως των θαυματουργικών και προφητικών θείων χαρισμάτων του συγκέντρωσε στο απόμακρο Στείρι πλήθη πιστών και ενδεών ανθρώπων. Όλοι ζητούσαν τη συμβουλή και την παραμυθία του, τους ενθαρρυντικούς του λόγους, τη βοήθειά του για τη λύση κάθε λογής προβλημάτων και για την ικανοποίηση πιεστικών βιοτικών αναγκών, προπάντων όμως τη λυτρωτική του επέμβαση. Σε κανέναν απ’ αυτούς δεν αρνιόταν τίποτε. Σε όλους δειχνόταν χαρούμενος, ευπροσήγορος, αυθόρμητος, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπάθεια πρόθυμος για κάθε είδους προσφορά και βοήθεια, εκπληρώνοντας και βιώνοντας σε όλο του το πλάτος και το βάθος το θεϊκό λόγιο «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν».

Δεν ήταν όμως μόνο οι απλοί και ανώνυμοι, οι ταπεινοί και πονεμένοι άνθρωποι του λαού που προσέφευγαν σ’ αυτόν. Τον επισκέπτονταν και επιφανέστατοι αξιωματούχοι και δημόσιοι άνδρες της επίσημης βυζαντινής κρατικής ιεραρχίας, πράγμα που μαρτυρεί την αγαθή φήμη και το υψηλό κύρος και ακτινοβολία που διέθετε ο Στειριώτης αναχωρητής.

Τον επισκέφθηκε έτσι ο διάσημος και πολύ γνωστός σε όλους τους σύγχρονους του Πόθος, στρατηγός του Θέματος της Ελλάδος («Ελλάς» στους βυζαντινούς χρόνους ήταν η Στερεά Ελλάς, η Φθιώτιδα και η Φωκίδα κυρίως), το οποίο είχε τότε ως έδρα την πόλη των Θηβών. Ο Όσιος του έσωσε, κατά θαυματουργικό τρόπο, τον ετοιμοθάνατο γιο του στην Κωνσταντινούπολη.

Στενότατες επαφές υπήρξαν οι σχέσεις του Οσίου και με τον άλλο στρατηγό του Θέματος της Ελλάδος, «τον επιφανή και περίβλεπτον Κρηνίτην», πιθανότατα άμεσο διάδοχο του Πόθου στο αξίωμα αυτό. Η γνωριμία των δύο ανδρών, του ταπεινού ερημίτη και απλού στρατιώτη του Χριστού από το ένα μέρος και υψηλού κοσμικού άρχοντα και στρατιωτικού αξιωματούχου από το άλλος μέρος, πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε θερμή φιλία και αγάπη.

Έτσι ο Κρηνίτης, σε όλο το διάστημα που παρέμεινε ως στρατηγός στη Θήβα, προσέφερε στον Όσιο κάθε λογής υπηρεσία και εξυπηρέτηση με μεγάλη προθυμία, χωρίς καθόλου να υπολογίζει ούτε κόπους ούτε χρηματικές δαπάνες. Ανάμεσα και σε άλλες προσφορές, μεγάλη υπήρξε η προσωπική και οικονομική συμβολή του στην ανέγερση του ναού της Αγίας Βαρβάρας. Δεν πρόκειται για την κρύπτη που τιμάται σήμερα στη μνήμη της μεγαλομάρτυρος, αλλά για τον παράπλευρα στο καθολικό της μονής ναό της Παναγίας ο οποίος ανεγέρθηκε ενόσω ζούσε ακόμη ο Όσιος, ανάμεσα στα χρόνια 947 και 952.

Για μια επταετία (946-7 Φεβ. 953) ο Όσιος έζησε στο Στείρι, επικεφαλής της μοναστικής κοινότητας, που ο ίδιος είχε δημιουργήσει εκεί και οργανώσει συστηματικά, με κέντρο τον νεόκτιστο τότε ναό της Αγίας Βαρβάρας.

Όταν, με την προγνωστική του δύναμη προαισθάνθηκε το ερχόμενο τέλος του, χωρίς να ανακοινώσει σε κανέναν τίποτε σχετικό, βγήκε από το κελλί του και αποχαιρέτησε με συγκίνηση και ασπασμούς όλους τους περιοίκους, φίλους και γνωστούς του. Μετά από τρεις μήνες ασθένησε. Την όγδοη ημέρα της ασθένειάς του έγινε φανερό ότι ο Όσιος βάδιζε προς την έξοδο από τον μάταιο τούτο κόσμο για να καταλήξει εκεί «ένθα ουκ έστι λύπη, ου πόνος, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Οι γύρω κάτοικοι που το έμαθαν, παρά τη σφοδρή βαρυχειμωνιά και τα χιόνια, έτρεξαν στο κελλί του ετοιμοθάνατου Οσίου, για να δουν για τελευταία φορά, με τη σωματική του παρουσία, τον μεγάλο ευεργέτη, τον προστάτη τους και ισχυρό μεσίτη προς τον Θεό. Με συγκινητικές εκδηλώσεις αγάπης και δάκρυα του συμπαραστάθηκαν στις τελευταίες του στιγμές.

Το βράδυ της 7ης Φεβρουαρίου του 953 ο Όσιος σε ηλικία 57 χρονών, άφησε την τελευταία του πνοή και παρέδωσε με ηρεμία και γαλήνη το πνεύμα του στον Θεό, για να απολαύσει εκεί τους καρπούς των άθλων και καμάτων του επί της γης. Το πρωί της επόμενης ημέρας, 8ης Φεβρουαρίου, ο πρεσβύτερος Γρηγόριος με τους λοιπούς μοναχούς, αφού προσκάλεσε και τους γύρω χωρικούς, ενταφίασε το σεπτό σκήνος του Οσίου στο δάπεδο του κελλιού του, στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, όπως ακριβώς του είχε υποδείξει ο ίδιος λίγο πριν από την κοίμησή του, προφητεύοντας μάλιστα ότι ο τόπος εκείνος έμελλε να δοξασθεί με τη συρροή μεγάλου πλήθους πιστών.

Περί τον Ιούλιο του 953, έξι μήνες μετά την κοίμηση του Οσίου, ο μοναχός Κοσμάς από την Παφλαγονία, που ταξίδευε προς την Ιταλία, σταμάτησε, μετά από θεϊκό όνειρο, στο Στείρι, στη μονή, όπου με ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη επιμελήθηκε και καλλώπισε τον νωπό τάφο του Οσίου. Τον ανύψωσε λοιπόν με επιχωμάτωση, τον έντυσε με εγχώριες πλάκες και τον περιέλαβε με κιγκλίδες.

Δύο χρόνια αργότερα, γύρω στα μέσα του έτους 955, μαθητές και συμμοναστές του Οσίου, σε ένδειξη σεβασμού και αγάπης προς τον πνευματικό τους πατέρα, συμπλήρωσαν και διακόσμησαν τον ναό της Αγίας Βαρβάρας που είχε ακόμη ορισμένες ατέλειες. Έκτισαν διάφορα κελλιά για τους μοναχούς, των οποίων ο αριθμός είχε αυξηθεί, καθώς και ξενώνες για την υποδοχή και εξυπηρέτηση των προσκυνητών και επισκεπτών. Τέλος, το κελλί του Οσίου, όπου βρισκόταν και ο τάφος του, το μετέτρεψαν σε ωραιότατη εκκλησία σταυρικού σχήματος.

Ο τάφος με το ιερό λείψανο του Οσίου έγινε πόλος έλξης πλήθους πιστών και πηγή ακένωτη θαυματουργικών ιάσεων. Εάν κανείς εφιλοτιμείτο να αφηγηθεί όλα τα θαύματα που τελέστηκαν σε μία μόνο δεκαετία περίπου μετά την κοίμηση του Οσίου, θα επιχειρούσε έργο εντελώς αδύνατο, θα φαινόταν σαν να ήθελε να απαριθμήσει τ’ αστέρια τ’ ουρανού ή τους κόκκους της άμμου στις θαλάσσιες παραλίες.

Ο μικρός σταυρόσχημος ναός με τον τάφο του Οσίου δεν επαρκούσε όμως για να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες και να εξυπηρετήσει τα συνεχώς αυξανόμενα πλήθη των πιστών που συνέρρεαν εκεί για να καταθέσουν θερμό το δάκρυ του πόνου τους και να ζητήσουν την προστασία και αντίληψη του μεγάλου ασκητή και τη λυτρωτική του επέμβαση για τα κάθε λογής σωματικά τους πάθη και στις ψυχικές αλγηδόνες.

Γι’ αυτό στις αρχές του ΙΑ’ αιώνα, με πρωτοβουλία του καθηγουμένου της μονής, του ευσεβέστατου ιερομονάχου Φιλοθέου, κατεδαφίστηκε το σταυρόσχημο ευκτήριο και στην ίδια θέση, αλλά σε μεγαλύτερο χώρο, ως προς την έκταση, ανεγέρθηκε το σημερινό επιβλητικό καθολικό της μονής, με την περίλαμπρη γλυπτική ζωγραφική και ψηφιδωτή του διακόσμηση.

Ο υπόγειος χώρος, κάτω από το καθολικό, διαμορφώθηκε σε κρύπτη-ναό, εξαίρετα τοιχογραφημένο, και καθιερώθηκε, άγνωστο πότε, στη μνήμη της ενδόξου μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, αφού ο αρχικός ναός της αγίας, που έκτισε ο στρατηγός Κρηνίτης, αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Ο θεοσεβής και δραστήριος ηγούμενος της μονής Φιλόθεος, ο κτίτορας του φερώνυμου του Οσίου νέου μεγαλόπρεπου καθολικού, στις 3 Μαΐου του 1011, ημέρα Πέμπτη, εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου, πραγματοποίησε με επισημότητα και σεμνοπρέπεια την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του Οσίου, μεταφέροντάς τα στη μαρμάρινη λάρνακα του νεόχτιστου καθολικού από τον αρχικό τάφο της υπόγειας κρύπτης.

Επί πολλά έτη επικρατούσε η άποψη, ότι τα ιερά λείψανα του Οσίου Λουκά τα είχαν αρπάξει Σταυροφόροι της Δ’ Σταυροφορίας, όταν κατέλαβαν την Ελλάδα και το μοναστήρι και ότι τα είχαν μεταφέρει μαζί με άλλους θησαυρούς και κειμήλια της Μονής στην Εσπερία.

Όμως η νεότερη επιστημονική αγιολογική έρευνα απέδειξε ότι τα ιερά λείψανα του Οσίου Λουκά τα μετέφεραν οι ίδιοι οι πατέρες της Μονής στη Λευκάδα το 1460 για να τα προφυλάξουν από τη βεβήλωση των Τούρκων. Όταν απειλήθηκαν και τα νησιά του Ιονίου τα μετέφεραν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Εκεί έγινε μία σύγχυση και θεωρήθηκαν ως λείψανα του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά.

Όταν η Οθωμανική κυριαρχία επεκτάθηκε και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Βενεδικτίνοι μοναχοί τα μετέφεραν στη Βενετία αλλά με την λανθασμένη εντύπωση ότι πρόκειται για λείψανα του Ευαγγελιστού Λουκά.

Την υπόθεση ανέλαβε να εξετάσει επί τόπου Σύνοδος Καρδιναλίων στην οποία συμμετείχε και ο εξόριστος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Ησαΐας.

Η Σύνοδος αυτή βάσει των μαρτυριών και επιγραφών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα συγκεκριμένα ιερά λείψανα δεν ανήκουν στον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος κατ’ ευτυχή σύμπτωση είναι ο ιδρυτής της Βοιωτικής Εκκλησίας αλλά στον μεγάλο ασκητή και άγιο του 10ου αιώνα, τον Όσιο Λουκά τον εν Στειρίω.

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ Ιερώνυμος ως Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας είχε θέσει μεταξύ των άλλων στόχων και επιδιώξεων αφ’ ενός μεν την αναζωογόνηση και οργάνωση της Ιεράς Μονής του Οσίου Λουκά αφ’ ετέρου δε την έρευνα για την εντόπιση και αν θα ήταν εφικτό, και για την επιστροφή των λειψάνων του Οσίου στην ιστορική θέση τους.

Έτσι μετά από υπεύθυνη ειδοποίηση του αγιολόγου Καθηγητού του Πανεπιστημίου της Βενετίας κ. Enrico Morini, ο οποίος είχε ερευνήσει διεξοδικά την υπόθεση, ενημερώθηκε ο τότε Ποιμενάρχης της Βοιωτικής Εκκλησίας κ.κ Ιερώνυμος, το Ηγουμενοσυμβούλιο και ο τότε Ηγούμενος μακάριστος Αρχιμανδρίτης Νικόδημος Ζαλούμης, έπειτα και επ’ ολίγον Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, ότι τα ιερά λείψανα του Οσίου Λουκά βρίσκονταν στον ναό του Αγίου Ιώβ στο νησί Λίντο της Βενετίας.

Οι πληροφορίες ήταν ισχυρές και βάσιμες. Έτσι μετά την επίσημη επικοινωνία της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας με την Αρχιεπισκοπή Βενετίας, αντιπροσωπεία από τον νυν Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ Ιερώνυμο, τον μακαριστό πρ. Θηβών και Λεβαδείας κύρο Νικόδημο Γραικό, τον αοίδιμο Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και τότε Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Οσίου Λουκά κύρο Νικόδημο Ζαλούμη και τον τότε Ηγουμενοσύμβουλο και νυν Ποιμενάρχη της Βοιωτικής Εκκλησίας κ. Γεώργιο (Μαντζουράνη) επισκέφθηκε τη Βενετία. Η αντιπροσωπεία έγινε δεκτή από τις εκεί Εκκλησιαστικές Αρχές, ενημερώθηκε άμεσα τα περί των ιερών λειψάνων του Οσίου, τα προσκύνησε ευλαβικά και τα παρέλαβε συμβολικά στις αρχές του Οκτωβρίου 1986.

Η αντιπροσωπεία μετά την επιστροφή της στη Λιβαδειά προετοίμασε και ενημέρωσε σχετικά το πλήρωμα της Βοιωτικής Εκκλησίας και έτσι την 13η Δεκεμβρίου του αυτού έτους ο τότε Ηγούμενος της Μονής κυρός Νικόδημος μαζί με τον τότε Ηγουμενοσύμβουλο της Μονής πανοσ. Αρχιμανδρίτη π. Δοσίθεο Καστόρη, ταξίδεψαν στην Βενετία, παρέλαβαν τα χαριτόβρυτα λείψανα του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Λουκά και τα μετέφεραν στην Λιβαδειά.

Η υποδοχή στην Ιερά Μονή ήταν επίσημη και εξαιρετικά συγκινητική μέσα σε κλίμα κατάνυξης και πνευματικού ενθουσιασμού. Η συμμετοχή από όλες τις περιοχές της Μητροπολιτικής περιφέρειας υπήρξε πάνδημη, συνειδητή και προσευχητική.

Από τότε τα ιερά λείψανα παραμένουν στην ιστορική τους θέση, στο χώρο της λάρνακας στο δεξιό χορό του Καθολικού από όπου είχαν φυγαδευτεί για να διαφυλαχτούν το 1460, όταν οι Τούρκοι μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είχαν καταλάβει όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας μέχρι τη Λάρισα.

Φυλάσσονται ως ιερό θησαύρισμα προς προσκύνημα και αγιασμό όλων των πιστών προσκυνητών, που επικαλούνται τη χάρη του Οσίου και καταφεύγουν στις φιλάνθρωπες πρεσβείες Του.